σουλφαμιδοχρυσοϊδίνη

σουλφαμιδοχρυσοϊδίνη
η, Ν
(φαρμ.) βλ. σουλφαχρυσοϊδίνη.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Look at other dictionaries:

  • σουλφαχρυσοϊδίνη — και σουλφαμιδοχρυσοϊδίνη, η, Ν (φαρμ.) αζωική χρωστική, ενεργός εναντίον τών στεπτοκόκκων, γνωστή με την εμπορική ονομασία προντοζίλ, μία από τις πρώτες σουλφαμίδες που χρησιμοποιήθηκαν στη θεραπευτική, η οποία όμως δεν χρησιμοποιείται πλέον …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”